- ἐκπεπόρθημαι
- ἐκπορθέωpillageperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπορθώ — ( έω) (AM ἐκπορθῶ) κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω αρχ. 1. παίρνω ως λάφυρα 2. φρ. «ὑπ ἄτης ἐκπεπόρθημαι» έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία … Dictionary of Greek